ξηροβατικῶν

ξηροβατικῶν
ξηροβατικός
walking on dry ground
fem gen pl
ξηροβατικός
walking on dry ground
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκωληκοφάγος — ο / σκωληκοφάγος, ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, ο, Ν αυτός που τρέφεται με σκώληκες νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών τής οικογένειας τών ικτεριδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • υδροψαλίδα — (hydropsalis). Γένος πτηνών της οικογένειας των Αιγοθηλιδών, της τάξης των αιγοθηλιμόρφων. Περιλαμβάνει γύρω στα 10 είδη που ζουν στη Νότια Αμερική και ιδιαίτερα στη Βραζιλία, σε υγρές περιοχές. Πρόκειται για ωραία μικρόσωμα πουλιά, που… …   Dictionary of Greek

  • χασμάρρυγχος — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ξηροβατικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chasmarhynchus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”